μονοστοιχώ

μονοστοιχώ
μονοστοιχῶ, -έω (Μ) [μονόστοιχος]
ακολουθώ πιοτά μόνο έναν δρόμο, εμμένω σε έναν μόνο κανόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -στοιχω (< -στοίχος < στείχω «βαδίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”